Ο ναός του “οπλίτη Απόλλωνα” βρίσκεται περίπου δύο χιλιόμετρα από το χωριό Μητρόπολη (το χωριό βρίσκεται στην κύρια είσοδο στην Λίμνη Πλαστήρα) που είναι κτισμένο επάνω στην ομώνυμη αρχαία πόλη. Δυστυχώς ο ναός δεν είναι επισκέψιμος, καθώς συνεχίζονται οι ανασκαφικές εργασίες. Ελπίζουμε σύντομα να είναι ανοιχτός ο αρχαιολογικός χώρος για το κοινό και τους επισκέπτες της Λίμνης Πλαστήρα.
Ο καλύτερα διατηρημένος αρχαίος μνημειακός ναός σ’ όλη τη Θεσσαλία θεωρείται ο αρχαϊκός ναός του Απόλλωνα. Σύμφωνα με τους ειδικούς, άλλωστε, πέραν όλων των άλλων, αποτελεί πηγή πληροφόρησης, όχι μόνο για την ιστορία και τις λατρευτικές πρακτικές της περιοχής αλλά και για την εξέλιξη της τεχνικής στους τομείς της αρχιτεκτονικής και της πλαστικής. Πλην όμως, όπως επισημαίνουν οι αρχαιολόγοι δεν είναι ακόμη επισκέψιμος.
Για το λόγο αυτό και σε ό,τι αφορά στην ανάδειξη του χώρου, όπου βρίσκεται ο ναός του Απόλλωνα, ο διευθυντής της ΛΔ’ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων Λεωνίδας Χατζηαγγελάκης, μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ, ανέφερε πως προτάθηκαν να γίνουν ήπιες επεμβάσεις, ενταγμένες στο φυσικό τοπίο, που θα εξασφαλίζουν τη λειτουργικότητα ενός οργανωμένου και επισκέψιμου αρχαιολογικού χώρου. Όπως είπε, προβλέπονται εγκαταστάσεις εισόδου και εξυπηρέτησης κοινού, περίφραξη, διαμόρφωση διαδρομών επίσκεψης και εγκατάσταση στεγάστρου εκπαιδευτικών προγραμμάτων.
Ο ναός του Απόλλωνα βρίσκεται στο δημοτικό διαμέρισμα Μοσχάτου του δήμου Πλαστήρα, στη θέση “Λιανοκόκκαλα”, δώδεκα χιλιόμετρα δυτικά της Καρδίτσας και περίπου δύο χλμ δυτικά του σύγχρονου οικισμού της Μητρόπολης, σε ένα πλάτωμα νότια της κοίτης του Λαπαρδά (ή Γαβρία) ποταμού. Οι ανασκαφές, είπε ο κ. Χατζηαγγελάκης, ξεκίνησαν το 1994 με αφορμή κάποιες λαθρανασκαφές, έφεραν δε στο φως έναν εκατόμπεδο, περίπτερο, δωρικό ναό με εσωτερική κιονοστοιχία.
Ο προσανατολισμός του ναού είναι από τα ανατολικά προς τα δυτικά και έχει διαστάσεις 31,00 Χ 13,75 μ. Ο ναός χρονολογείται λίγο πριν από τα μέσα του 6ου π.Χ. αιώνα, με βάση το λατρευτικό χάλκινο άγαλμα, αλλά και από τον τύπο των δωρικών κιονόκρανων. Σύμφωνα δε με ενεπίγραφη αναθηματική στήλη που βρέθηκε μέσα στο σηκό, ήταν αφιερωμένος στο θεό Απόλλωνα. Άλλωστε, όπως επισήμανε ο αρχαιολόγος, ο ναός διέθετε πέντε δωρικού ρυθμού κίονες στις στενές πλευρές και έντεκα στις μακρές. Μάλιστα, για τους κίονες του πτερού έχει χρησιμοποιηθεί μαλακός ψαμμόλιθος, φαιού χρώματος, από την περιοχή.
Τα δωρικά κιονόκρανα
Σημαντικά, τόσο για την ιστορία του μνημείου, όσο και για την εξέλιξη της αρχαίας ελληνικής αρχιτεκτονικής, θεωρούνται τα δωρικά κιονόκρανα του πτερού. “Ο εχίνος τους – εξήγησε ο αρχαιολόγος – φέρει κυκλικά ανάγλυφη διακόσμηση, από επαναλαμβανόμενα μοτίβα κλειστών και ανοιχτών ανθέων λωτού. Τα κιονόκρανα παρουσιάζουν μορφολογικές διαφορές, τόσο ως προς το προφίλ του εχίνου, όσο και ως προς την επεξεργασία της ανάγλυφης διακόσμησης σε αυτόν. Το σπάνιο αυτό χαρακτηριστικό του ναού συναντάται, επίσης, στον αρχαιότερο ναό της Ήρας, στην Ποσειδωνία της κάτω Ιταλίας“.
Σύμφωνα με τον κ. Χατζηαγγελάκη, οι διαφορές των κιονόκρανων πιθανώς να δηλώνουν ότι ο ναός – αρχικά – είχε κατασκευαστεί με ξύλινους κίονες στο πτερό, οι οποίοι σταδιακά αντικαταστάθηκαν με λίθινους. “Ο σηκός“, πρόσθεσε, “που έχει διαστάσεις 8,50 Χ 24,00 μ., ήταν κτισμένος με ορθοστάτες από τον ίδιο μαλακό ψαμμόλιθο, που έχουν κατασκευαστεί οι κίονες του πτερού, και πάνω από αυτούς με ωμές πλίθρες“.
Όπως είπε, εσωτερικά ο σηκός διέθετε στον άξονα του σειρά από 5 ξύλινους κίονες ή πεσσούς, όπως δηλώνουν οι σωζόμενες λίθινες βάσεις και μια παραστάδα στο μέσον του δυτικού τοίχου. Μπροστά από τον τρίτο κίονα και σε επαφή με αυτόν υπάρχει βάθρο ορθογώνιας κάτοψης προοριζόμενο για τα λατρευτικά αγάλματα του ναού. Πεσμένο σε αυτό βρέθηκε, σε δύο μέρη, το χάλκινο λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα, στον τύπο του οπλίτη.
Αγάλματα και κινητά αντικείμενα
Σε μία δεύτερη οικοδομική φάση φαίνεται πως διαμορφώθηκε άδυτο με την προσθήκη ενός εγκάρσιου τοίχου από πλιθιά στη θέση του πέμπτου από την είσοδο εσωτερικού κίονα. Κατά τις ανασκαφές δε βρέθηκε κανένα λίθινο αρχιτεκτονικό μέλος που θα μπορούσε να αποδοθεί σε επιστύλιο ή τρίγλυφα και μετόπες, έτσι θεωρείται ότι ο θριγκός του ναού ήταν ξύλινος. Ο ναός, σύμφωνα με τα ίδια στοιχεία, διέθετε δίριχτη στέγη, που σχημάτιζε αετώματα στις στενές πλευρές του, με ξυλοδεσιά εσωτερικά και πήλινα κεραμίδια.
Τα κεραμίδια ήταν κορινθιακού τύπου που στις μακρές πλευρές κατέληγαν σε ακροκέραμα τριγωνικής μορφής με ανάγλυφη διακόσμηση. Οι ηγεμόνες καλυπτήρες της στέγης έφεραν γραπτά ανάγλυφα άνθη και βλαστούς. Στις στενές πλευρές ο ναός διέθετε αετώματα, που πιθανώς έφεραν πήλινες γλυπτές συνθέσεις. Από τα ακρωτήρια της στέγης σώθηκε μεγάλο τμήμα μιας πήλινης προτομής ίππου, που αποτελούσε μάλλον το κεντρικό ακρωτήριο του ανατολικού αετώματος.
Στα κινητά αντικείμενα περιλαμβάνονται πήλινα αγγεία και ειδώλια, πήλινο κιβωτίδιο, αγγείο για τα υγρά των χοών, καθώς και τμήματα χάλκινου αγάλματος. Πάντως, το πιο σημαντικό θεωρείται το καλοδιατηρημένο ακέραιο χάλκινο άγαλμα μιας ανδρικής μορφής, που απεικονίζεται με τη μορφή ενός οπλίτη. Το άγαλμα φέρει κράνος στο κεφάλι, θώρακα στο στήθος, περιβραχιόνια και περιπήχια στα χέρια και περικνημίδες στα πόδια.
“Παρόλο που δε σώζονται τα αντικείμενα που κρατούσε στα χέρια“, είπε ο κ. Χατζηαγγελάκης, “είναι πολύ πιθανόν ότι στο δεξί κρατούσε δόρυ και στο αριστερό κλαδί δάφνης. Ο συγκεκριμένος τύπος του οπλίτη ήταν το λατρευτικό άγαλμα του θεού Απόλλωνα και η ταύτισή του με τη θεϊκή μορφή του Απόλλωνα επιβεβαιώθηκε από το κείμενο μιας ενεπίγραφης αναθηματικής στήλης, που βρέθηκε σε κομμάτια στο εσωτερικό του ναού“.
Μετατροπές και καταστροφές
Ο ναός καταστράφηκε από πυρκαγιά το 2ο π.Χ. αιώνα, σύμφωνα με κινητά ευρήματα στο στρώμα καταστροφής. Δια μέσου των αιώνων, εξάλλου, ο ναός φαίνεται πως δέχτηκε επισκευές και μετατροπές, όπως αντικατάσταση ξύλινων στοιχειών με λίθινα, διαμόρφωση του εσωτερικού του σηκού και αντικατάσταση κεραμιδιών.
Η περιοχή, όπου βρίσκεται ο ναός και η οποία είναι χαρακτηρισμένη ως αρχαιολογική, καθώς έχει απαλλοτριωθεί υπέρ του υπουργείου Πολιτισμού, εκτείνεται σε έκταση 18,5 στρεμμάτων. Η πρόσβαση στο ναό γίνεται από τα νότια, μέσω αγροτικής οδού, πλάτους τεσσάρων μέτρων, που αρχίζει από την επαρχιακή οδό Μητρόπολης – Μοσχάτου. Ο ναός είναι στεγασμένος με μεταλλικό στέγαστρο προστασίας, το οποίο καλύπτει μια έκταση 735 τ.μ.
“Στόχος μας είναι η προβολή του αρχαιολογικού χώρου, καθώς αποτελεί τον καλύτερα διατηρημένο αρχαίο μνημειακό ναό σε όλη τη Θεσσαλία και πηγή πληροφόρησης όχι μόνο για την ιστορία και τις λατρευτικές πρακτικές της περιοχής αλλά και την εξέλιξη της τεχνικής στους τομείς της αρχιτεκτονικής και της πλαστικής“, δήλωσε, με αφορμή την εκδήλωση, στο “Έθνος” ο προϊστάμενος της ΛΔ Εφορείας Προϊστορικών και Κλασικών Αρχαιοτήτων, Λεωνίδας Χατζηαγγελάκης. Ο ναός του Απόλλωνα βρίσκεται στη θέση “Λιανοκόκκαλα” στο Μοσχάτο Καρδίτσας και, σύμφωνα με τον κ. Χατζηαγγελάκη, διασώζεται σχεδόν ακέραιος στη βάση του.
Πρόκειται για έναν εκατόμπεδο, περίπτερο, δωρικό, αρχαϊκό ναό που ιδρύθηκε στα μέσα του 6ου αι. π.Χ. και καταστράφηκε από πυρκαγιά τον 2ο αι. π.Χ. Το κτίριο διαθέτει πέντε λίθινους κίονες στις στενές του πλευρές και ένδεκα στις μακρές, ενώ το βάρος της σκεπής υποβάσταζε μια εσωτερική ξύλινη κιονοστοιχία. Λίθινοι ήταν οι ορθοστάτες του σηκού, ενώ ψηλότερα οι τοίχοι του είχαν κτιστεί με ωμά πλιθιά.
Τα κεραμίδια ήταν πήλινα, κορινθιακού τύπου, και κατέληγαν στις μακρές πλευρές σε τριγωνικά ακροκέραμα με ανάγλυφη φυτική διακόσμηση. Από τα ακρωτήρια πάνω στη στέγη σώθηκε μόνο μια πήλινη προτομή αλόγου που αποτελούσε το κεντρικό ακρωτήριο του ανατολικού αετώματος.
Ιδιαίτερο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής του ναού είναι η ανάγλυφη διακόσμηση του εχίνου των κιονοκράνων με φυτικά κοσμήματα, το σχέδιο των οποίων διαφοροποιείται από κιονόκρανο σε κιονόκρανο. Στο εσωτερικό του ναού βρέθηκε χάλκινο λατρευτικό άγαλμα του Απόλλωνα, που εκτίθεται, όπως και όλα τα άλλα ευρήματά του, στο Μουσείο Καρδίτσας.
Ναός του Απόλλωνα
Ο ναός του “οπλίτη Απόλλωνα” βρίσκεται περίπου δύο χιλιόμετρα από το χωριό Μητρόπολη στη διαδρομή προς ση λίμνη Ν. Πλαστήρα (μέσω Μοσχάτου) και είναι κτισμένος επάνω στην ομώνυμη αρχαία πόλη.
Ο ναός κτίστηκε στο δεύτερο τέταρτο του 6ου π.Χ. αι. και καταστράφηκε από φωτιά κάποτε στα μέσα του 2ου π.Χ. αιώνα. Αρχικά ο ναός ήταν ξύλινος, στη συνέχεια όμως το ξύλο αντικαταστάθηκε από μαλακό τοπικό ψαμμόλιθο και ωμά και ψημένα πλιθιά. Στη στέγη είχε κορινθιακά κεραμίδια. Όλα τα αρχιτεκτονικά μέλη του ναού, εκτός φυσικά από τα ξύλινα, βρέθηκαν στη θέση που τα έριξε η μεγάλη φωτιά. Ένα υλικό ανεκτίμητης αξίας για τον αρχαιολόγο του 20ού μ.Χ. αι. που θα είχε την τύχη να αποκρυπτογραφήσει τα μυστικά που κρύβουν οι πεσμένες πέτρες. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι ο ναός άρχισε να κτίζεται την εποχή ακριβώς του «ξυπνήματος» του αρχαϊκού κόσμου για το πέρασμά του στη μεγάλη τέχνη των κλασικών χρόνων. Πρόκειται με άλλα λόγια για ένα ναό του οποίου η λειτουργία κράτησε πέντε εξαιρετικά κρίσιμους αιώνες της ελληνικής αρχαιότητας και στο διάστημα αυτό το κτίριο υπέστη επισκευές αλλά και σοβαρότατες μετατροπές των οποίων τα ίχνη είναι σήμερα αναγνώσιμα από τους αρχαιολόγους. (TO BHMA Κυριακή 18 Οκτωβρίου 1998 – Αρ. Φύλλου 12503)
O ναός είναι πλέον επισκέψιμος, καθώς ολοκληρώθηκαν οι ανασκαφικές εργασίες.