Η Λίμνη Πλαστήρα βρίσκεται στο οροπέδιο της Νεβρόπολης στο δυτικό τμήμα του Νομού Καρδίτσας. Είναι μια λίμνη τεχνητή, που σχηματίστηκε με ανθρώπινη παρέμβαση. Σχηματίστηκε το 1959 με την ολοκλήρωση του φράγματος στο νότιο άκρο της επί της αρχής του ποταμού Ταυρωπού ή Μέγδοβα, η δε ιδέα για την κατασκευή της ανήκει στον Νικόλαο Πλαστήρα και φέρει τη σφραγίδα του, αφού από την στιγμή της σύλληψης της ιδέας και μέχρι το θάνατό του, υποστήριξε και προώθησε με φανατισμό την κατασκευή της. Τη διαχείριση του φράγματος έχει η ΔΕΗ.
Το βάθος της λίμνης ποικίλει και προσδιορίζεται από το ανάγλυφο της περιοχής πριν σκεπασθεί από τα νερά. Περιέχει 400 εκατ. κυβικά μέτρα νερού, έχει μέγιστο μήκος 12 χλμ, πλάτος 4 χλμ. και η συνολική της επιφάνεια είναι 24 χλμ. Το μέγιστο βάθος της φτάνει τα 60 μ. και το ανώτατο υψόμετρο αγγίζει τα 750 μ.
Από τις σπάνιες περιπτώσεις που μια ανθρώπινη παρέμβαση συνεργεί στη δημιουργία ενός φυσικού περιβάλλοντος τέτοιας απαράμιλλης ομορφιάς, που καθιέρωσε τη λίμνη ως έναν από τους πλέον διάσημους τουριστικούς προορισμούς. Χιονισμένη ή καταπράσινη, φθινοπωρινή ή ανοιξιάτικη, η λίμνη Πλαστήρα, χαρίζει εικόνες σπάνιας ομορφιάς μέσα σε ένα πανδαιμόνιο χρωμάτων, τοπίων και αισθήσεων.
Αυτό το αναμφισβήτητα μεγάλο έργο, έδωσε νέα πνοή και ανάπτυξη σε όλη τη γύρω περιοχή και άλλαξε για πάντα τον τόπο, με τις μοναδικές του ωφέλειες. Τα νερά της λίμνης τροφοδοτούν τον υδροηλεκτρικό σταθμό της ΔΕΗ, αρδεύουν τον θεσσαλικό κάμπο και υδροδοτούν την πόλη μαζί με 38 κωμοπόλεις και χωριά του νομού της ευρύτερης περιοχής.
Τα τελευταία χρόνια η λίμνη αξιοποιείται τουριστικά και προσελκύει όλο και περισσότερους επισκέπτες, που χαίρονται την ομορφιά του τοπίου αλλά και τις εξαιρετικές τουριστικές υποδομές, που αναπτύσσονται κυρίως στις δυτικές όχθες. Ξενώνες και ξενοδοχεία για κάθε βαλάντιο, σκαρφαλωμένα στις πλαγιές πλάι στις όχθες, με πανοραμική θέα στη λίμνη, εξαιρετικά εστιατόρια και καφέ, αλλά και πλήθος δραστηριοτήτων καλύπτουν τις επιθυμίες και του πιο απαιτητικού επισκέπτη. Η ανάπτυξη αυτή βοηθά την συγκράτηση του πληθυσμού της περιοχής και επιτρέπει τη δημιουργία νέων δραστηριοτήτων, που στρέφονται κυρίως στις ήπιες εναλλακτικές μορφές τουρισμού και την παραγωγή και διάθεση ντόπιων αγροτικών προϊόντων.