Η Εκκλησία “Κοίμηση της Θεοτόκου” ανάγεται στα χρόνια της Τουρκοκρατίας, όταν όλα τα σκέπαζε η σκλαβιά και τα πλάκωνε η φοβέρα. Οι Τούρκοι δεν επέτρεπαν την ανέγερση εκκλησιών, ούτε τη λειτουργία σχολείων. Οι Έλληνες έκαναν κρυφά ό,τι μπορούσαν και είχαν τα “κρυφά σχολειά”.
Ο αγάς του Φαναριού δωροδοκήθηκε από κορυφαίους Κερασιώτες και τους έδωσε άδεια να χτίσουν μία ημιυπόγεια εκκλησία, προκειμένου να στεγάσουν τη θαυματουργή Εικόνα, που ήρθε από τη Λάσδα Καναλίων και κάθησε πάνω στην Καρύδα.
Χρονολογία δεν υπάρχει. Χάνεται στα μαύρα χρόνια της πικρής σκλαβιάς. Μία πλάκα αναφέρει 1770, αλλά για τη νεώτερη εκκλησία.
Στη ρίζα της καρυδιάς, που κάθησε η Εικόνα ανάβλυσε νερό, αγίασμα και θαυματουργό, που το έπαιρναν οι πιστοί, το έπιναν ή πλένονταν και έβλεπαν θεραπεία. Το αγίασμα στέρεψε όταν λούστηκε μία Τουρκάλα, γυναίκα αξιωματούχου. Οι πιστοί έπαιρναν υγρό χώμα σε ανάμνηση της επισκέψεώς τους και θεραπεύονταν.
Στην Παναγία υπήρχε ακμαίο γυναικείο Μοναστήρι με πολλές μοναχές, που ζούσαν από τη μεγάλη περιουσία της Μονής: Τα κτήματα, ζώα, μελίσσια και εισφορές.
Στην εκκλησία της Παναγίας στεγάστηκε το “Κρυφό σχολειό” και δίδαξαν σ’ αυτό οι:
- Στέργιος Παπάς, Κεριασιώτης γιος του Παπαγιάννη
- Σαρίδας Κωνσταντίνος από τα Γιάννενα
- Δημητρίου Βάιος
- Πελεκάνος
- Σε άλλη θέση του βιβλίου “Τυπικό” υπάρχει χειρόγραφο δυσανάγνωστο κείμενο και υπογραφή “Σιαδάς Χρήστος”.
- Καρατζάνης από τη Βούνιστα που έδερνε πιο λίγο από τους προηγούμενους, που έδερναν άγρια.
Ο Δημητρίου γράφει στο βιβλίο “Τυπικό” της Εκκλησίας:
Και ιερεύς είναι ο παπάς Κωνσταντής και έφθασεν εις γήρας βαθή ο εστί ετών 66-1876 υπογραφή: Βάιος Δημητρίου. Παιδαγωγός – Κερασιά”. Διατήρησα την ορθογραφία του και παρατηρώ δύο λάθη: Το γήρας θέλει περισπωμένη και το βαθύ με ύψιλον.
Στον Πελεκάνο μαθήτευσαν οι Κωνσταντίνος Β. Ζαρκάδας ο γνωστός Παπαντούλας, ο Γιάννος Ζαρκάδας, ο Κωνσταντίνος Λάμπρου Μηαρίτης και άλλοι διαβάζοντας το Κτωήχι (Οκτώηχο) και Ψαλτίρι (Ψαλτίριον), γιατί δεν υπήρχαν άλλα βιβλία, και γράφοντας στα “Πινακίδια“.
Αυτά ήταν αβαθή κιβώτια ορθογώνια μεγέθους ενός Αλφαβηταρίου, βάθους δύο εκατοστών. Μέσα σ’ αυτά τα πλουσιόπαιδα είχαν μελισσοκέρι, ενώ τα φτωχά “πηλό”, λάσπη από κοκκινόχωμα ή γαλαζόχωμα. Στα πινακίδια έγραφαν με τη γραφίδα, που ήταν ίσα με ένα σημερινό μολύβι και από βέργα κρανιάς. Στη μία άκρη ήταν μυτερή και στην άλλη πλατιά, σαν νύχι του αντίχειρα. Ό,τι έγραφαν με τη μυτερή άκρη το έσβηναν με την πλατιά. Τα πινακίδια με κερί δεν είχαν ανάγκη, αλλά τα άλλα, για να μην ξηραίνεται ο πηλός τα τύλιγαν το βράδυ μ’ ένα βρεγμένο κουρέλι.
Μετά το 1881 ήρθε:
- ο Μίσσας από την Καρίτσα και κατόπιν οι Κερασιώτες
- Μωρές Ευάγγελος
- Αλεξόπουλος Ματθαίος
- Γεώργιος Ζαρκάδας (Παπαγιώργης)
- Παπαντούλας Ζαρκάδας