Στην ανατολική πλευρά της λίμνης Πλαστήρα σε απόσταση 22 περίπου χιλιομέτρων από το ομώνυμο φράγμα, και σε υψόμετρο 800 μ. περίπου, στέκει αιώνες τώρα, το Μοναστήρι της Παναγιάς της Κορώνας. Το μοναστήρι πήρε την ονομασία του από την τοποθεσία που βρίσκεται, σαν Κορώνα δηλαδή, στέφει τον εύφορο κάμπο της Θεσσαλικής γης.
Η Παναγία Κορώνας είναι ἡ πολιούχος της Μονής. Βρέθηκε το 12ο αιώνα. Απεικονίζεται ἡ Παναγία να κρατάει τον Κύριο, ἡ Εικόνα καλύπτεται από ασημένια επένδυση λαϊκής τέχνης και είναι ενθρονισμένη σε περίτεχνο ξυλόγλυπτο θρόνο, ίδιας τεχνοτροπίας με το τέμπλο.
Παλαιά ονομαζόταν Μονή της Κρυεράς Πηγής.
Η Μονή χτίστηκε πάνω στα ερείπια αρχαίου ειδωλολατρικού ναού, από τον Αυτοκράτορα Ιωάννη Κομνηνό Β, στις αρχές του 12ου αιώνα (1123 μ.Χ.), και αφιερώθηκε στη γέννηση της Παναγίας, όταν βρέθηκε με θαυμαστό τρόπο η θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Κορώνης, στον τόπο που σήμερα υπάρχει το παρεκκλήσι της Παναγίας των Αγγέλων.
Άγνωστο για ποιους λόγους, ίσως λόγω βαρβαρικών επιδρομών, το Μοναστήρι έπεσε σε παρακμή και καταστράφηκε. Σήμερα σώζεται ένα κιονόκρανο και μερικοί σπόνδυλοι από κολώνα του αρχαίου ναού και μερικά κομμάτια μάρμαρο με γλυπτές διακοσμήσεις, απομεινάρια του Μοναστηριού της Βυζαντινής περιόδου.
Οι Πατριάρχες Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννης Θ΄ ο Ιερομνήμων (1111-1134), Λέων ὁ Στυππής (1134-1143) και Μιχαήλ Β´ ο Κουρκουνάς (1143-1146) με πατριαρχικά σιγίλια αναγνώρισαν την Μονή σαν Πατριαρχικό Σταυροπήγιο
Στις αρχές του 16ου αιώνα, το Μοναστήρι ξανακτίζεται από τον Παναγιώτη Κωσκουλά, τον κτήτορα πολλών Μοναστηριών της περιοχής.
Σήμερα, από το Μοναστήρι του 16ου αιώνα, υπάρχει το καθολικό, το οποίο είναι αφιερωμένο στο Γενέθλιον της Θεοτόκου, ανήκει στον αθωνικό τύπο και διατηρείται σε άριστη κατάσταση.
Στην περίοδο της Τουρκοκρατίας στην Μονή λειτούργησε Σχολή του Γένους στην οποία δίδαξαν προσωπικότητες της εποχής, όπως ὁ Αναστάσιος Γόρδιος, ενώ σε περιόδους Τουρκικών πιέσεων λειτούργησε το Κρυφό Σχολειό.
Στην Ιερά Μονή, στα μέσα περίπου του 16ου αιώνα, έρχεται για να μονάσει ο Άγιος Σεραφείμ, μετέπειτα Αρχιεπίσκοπος Φαναρίου και Νεοχωρίου, ο οποίος υπέστη φρικτά βασανιστήρια και βρήκε μαρτυρικό θάνατο από τους Τούρκους, στις 4 Δεκεμβρίου του 1601, στην έδρα της επισκοπής του στο Φανάρι Καρδίτσας. Η τύχη του σώματος του είναι άγνωστη, η Αγία Κάρα του όμως φυλάσσεται στην Μονή Κορώνης, της οποίας παραμένει προστάτης και πολιούχος.
Όμως οι εθνικές περιπέτειες των νεωτέρων χρόνων δεν άφησαν απείρακτο το Μοναστήρι. Στην περίοδο της Γερμανικής Κατοχής είναι κέντρο εθνικής αντίστασης, για αυτό και οι Ναζί την παραμονή της εορτής του Αγίου Σεραφείμ (3/12/1943), το παραδίδουν στις φλόγες.
Στις 6/12, κάτοικοι του Μεσενικόλα πάνε στο Μοναστήρι και στο κέντρο του Καθολικού βρίσκουν βιβλία και στασίδια κάρβουνο. Ανάμεσά τους την Εικόνα της Παναγίας της Παμμακάριστου, την οποία είχαν ρίξει στη φωτιά. Αυτή στέκει απείρακτη από τις φλόγες, με μόνη μαρτυρία το φουσκάλιασμα του χρυσού του φόντου. Απείρακτο και το ξυλόγλυπτο τέμπλο και τα ξυλόγλυπτα προσκυνητάρια.
Το Καθολικό, ο κεντρικός δηλαδή ναός της Μονής, είναι αφιερωμένος στο Γενέθλιον της Θεοτόκου, είναι τρίκογχος και αγιογραφήθηκε τον 16ο αιώνα με έξοδα του τοπικού προύχοντα Ανδρέα Μπούνου από από κάποιο μοναχό ονομαζόμενο «άζευκτο» Δανιήλ. Αρχιτεκτονικά ανήκει στον τετρακιόνιο αθωνικό τύπο και διατηρείται σε άριστη κατάσταση. Στην δυτική πλευρά του κυρίως Ναού, εικονίζεται ὁ Ανδρέας Μπούνος νὰ προσφέρει τον Ναό στην ένθρονη Θεοτόκο.
Ο αγιογράφος του Καθολικού μοναχός Δανιήλ, ακολουθεί την Κρητική Σχολή, και δίνει ιδιαίτερη βαρύτητα στα πρόσωπα και στην πτυχολογία των ενδυμάτων.
Όλος ο χώρος είναι αγιογραφημένος από τον τρούλο μέχρι το δάπεδο και μεταξύ των αγιογραφιών που διακρίνονται για την πρωτοτυπία τους είναι ὁ ενταφιασμός της Θεοτόκου (πάνω από τον κίονα του κυρίως Ναού) και ἡ απεικόνιση φορητής Εικόνας με τίτλο “Ἡ Επίσκεψις” που εικονίζει την Θεοτόκο να κάθεται κάτω οκλαδόν και να παίζει με τον Χριστό, στην λιτή, και τοιχογραφία της Σφαγής των Νηπίων, τοιχογραφία με έντονη κίνηση και υπερβάλλον δραματικά στοιχείο.
Οι εικόνες των Οικουμενικών Συνόδων, και τα στηθάρια Ιεραρχών στο διακονικό, δίνουν την σφραγίδα του καλλιτέχνη. Επίσης ἡ εικόνα του κτήτορα είναι ιδιαιτέρως άξια λόγου, γιατὶ μας δίνει πολλά ενδυματολογικά στοιχεία της εποχής.
Το έργο ολοκληρώθηκε στα 1587, όπως αναφέρεται στην σχετική επιγραφή του κυρίως Ναού, που βρίσκεται κάτω από την απεικόνιση του κτήτορα.
Στο βόρειο τοίχο του Καθολικού, ἡ εικόνα του Αγίου Σεραφείμ είναι μεταγενέστερη.
Στη βορεινή πλευρά της Λιτής, είναι προσκολλημένο Παρεκκλήσι του 1739 προς τιμήν του Τιμίου Προδρόμου.
Το τέμπλο είναι έργο των αρχών του 1700 και έχει φιλοτεχνηθεί από λαϊκούς ξυλογλύπτες, με πιθανή καταγωγή από την Ήπειρο. Θεωρείται από τα καλύτερα του Θεσσαλικού χώρου.
Οι Εικόνες του τέμπλου είναι έργα του 16ου αιώνα εκτός του Εσταυρωμένου και των λυπητερών, των Αρχαγγέλων, των μικρών εικόνων της Ωραίας Πύλης και της Εικόνας του Γενεθλίου της Θεοτόκου, που είναι έργα του 18ου αιώνα.
Στη Μονή υπάρχουν φορητές Εικόνες βυζαντινής και λαϊκής τεχνοτροπίας, ασημένια δισκοπότηρα και Ευαγγέλια, χειρόγραφα, παλιά έντυπα και βιβλία.
Δύο δρόμους μπορεί να πάρει ο επισκέπτης για να έλθει στο Μοναστήρι από την Καρδίτσα. Ο ένας από το χωριό Μητρόπολη και έξω από το χωριό Μεσενικόλας, και ο άλλος δρόμος, κατά περίπου 8 χιλιόμετρα πιο σύντομος, περνά πάλι από το χωριό Μητρόπολη, την αναρυθμιστικὴ τεχνητή λίμνη, διασχίζει το χωριό Μοσχάτο και καταλήγει στο Μοναστήρι.
H Μονή παραμένει ανοιχτή καθημερινά τις εξής ώρες:
1η Οκτωβρίου – 31η Μαρτίου: ώρες: 9:00 – 13:00 και 15:00 – 17:00
1η Απριλίου – 30η Σεπτεμβρίου: ώρες: 9:00 – 13:00 και 17:00 – 19:00.